ὄρυζα — rice fem nom/voc sg ὄρυζον rice neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρύζης — ὄρυζα rice fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρύζῃ — ὄρυζα rice fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρυζαι — ὄρυζα rice fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρυζαν — ὄρυζα rice fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορίνδης — ὀρίνδης, ὁ (Α) άρτος παρασκευασμένος από όρυζα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. τής λ. ὀρίνδης, που κατά την επικρατέστερη άποψη δηλώνει τον άρτο τον παρασκευασμένο από όρυζα (απ όπου ὄρινδα «όρυζα»), δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένη. Κατ άλλους, η λ. δηλώνει έναν … Dictionary of Greek
Rice — For other uses, see Rice (disambiguation). Oryza sativa, commonly known as Asian rice. Rice, white, long grain vegetable, raw Nutritional value per 100 g (3.5 oz) … Wikipedia
ορυζοειδής — ές αυτός που μοιάζει με όρυζα, με κόκκο ρυζιού («ορυζοειδή σωμάτια» μικροί κόκκοι που σχηματίζονται κατά τη φλεγμονή τών περιτενοντίων ορογόνων θυλάκων τής παλάμης). [ΕΤΥΜΟΛ. < όρυζα + ειδής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Τ. Νερούτσο] … Dictionary of Greek
ορύζιον — ὀρύζιον, τὸ (ΑΜ) [όρυζα] υποκορ. τού όρυζα, χωρίς υποκορ. σημασία, το ρύζι … Dictionary of Greek
ρύζι — Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ.), στην πρώην επαρχία Φαρσάλων, του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαρσάλων. * * * το, Ν 1. βοτ. κοινή ονομασία του ετήσιου αγρωστώδους φυτού Oryza sativa, τού γένους όρυζα, καθώς και τού εδώδιμου… … Dictionary of Greek